- μονόξινος
- -η, -ο- χημ. όρος που χρησιμοποιείται στη χημεία για να χαρακτηρίσει α) τις βάσεις που ένα μολ τους σε υδατικό διάλυμα αποδίδει ένα μολ ανιόντων υδροξυλίου, και β) τα όξινα άλατα τα οποία περιέχουν στον χημικό τους τύπο ένα μόνο άτομο υδρογόνου («μονόξινο φωσφορικό νάτριο»).[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ., πρβλ. γαλλ. monoacide (< μον[ο]-* + acide «οξύ»)].
Dictionary of Greek. 2013.